αξονικός, -ή

αξονικός, -ή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον άξονα ή γίνεται στη διεύθυνσή του: Η κίνηση στο αυτοκίνητο είναι αξονική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αξονικός — ή, ό ο σχετικός με άξονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αξονας. Η λ. μαρτυρείται στον Βενιαμίν Λεσβίο] …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • ανεμιστήρας — Μηχάνημα που χρησιμεύει για την ανανέωση του αέρα σε κλειστούς χώρους ή για τη δημιουργία ρεύματος αέρα (εξαερισμός κτιρίων και ορυχείων, τροφοδοσία με αέρα και απομάκρυνση των αερίων καύσης από λέβητες και κάμινους, ψύξη τμημάτων μηχανών, ψύξη… …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • σκληροτόμος — ο, Ν βιολ. μεσοδερμικό εσωτερικό τμήμα τών σωμιτών στο έμβρυο τών σπονδυλοζώων, από το οποίο προκύπτει ο χόνδρος και σε ορισμένα από αυτά ο αξονικός σκελετός, δηλαδή το νευροκράνιο και η σπονδυλική στήλη, και η σκληρά μήνιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

  • σπονδυλικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους σπονδύλους 2. φρ. α) «σπονδυλική αρτηρία» ανατ. κλάδος τής υποκλείδιας αρτηρίας β) «σπονδυλική στήλη» i) (ανατ. βιολ.) ο αξονικός σκελετός τού κορμού τών σπονδυλοζώων που υποβαστάζει την κεφαλή και… …   Dictionary of Greek

  • σταυραξονικός — ή, ό, Ν ζωολ. ζώο τού οποίου ο κύριος σωματικός άξονας διασταυρώνεται συμμετρικά με άλλους δευτερεύοντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + αξονικός] …   Dictionary of Greek

  • τομογράφος — ο, Ν η συσκευή με την οποία γίνεται τομογραφία (α. «αξονικός τομογράφος» β. «μαγνητικός τομογράφος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tomograph < τόμος /τομή + γράφος*] …   Dictionary of Greek

  • τομογραφία — Ακτινολογική τεχνική με την οποία εξασφαλίζουμε την ακτινογραφική εικόνα ενός λεπτού στρώματος του σώματος του ατόμου που εξετάζουμε. Για να την κατορθώσουμε μετατοπίζουμε ταυτόχρονα την πηγή των ακτίνων και την πλάκα γύρω από ένα νοητό άξονα που …   Dictionary of Greek

  • εξαγωνικό σύστημα — Ένα από τα επτά κρυσταλλικά συστήματα στα οποία κατατάσσονται τα κρυσταλλικά σχήματα. Περιλαμβάνει τους κρυστάλλους που χαρακτηρίζονται από την παρουσία τεσσάρων κρυσταλλογραφικών αξόνων (αξονικός σταυρός), από τους οποίους οι τρεις βρίσκονται σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”